«Δεν μπορείς να δανειστείς κάτι που σου ανήκει και σου το έχουν κλέψει» υπογράμμισε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Αλέξης Τσίπρας στην πολύωρη συνάντηση που είχε το Σάββατο το μεσημέρι με την πρόεδρο και μέλη του ΔΣ του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, μετά το μπαράζ δημοσιευμάτων του διεθνούς τύπου που κάνουν λόγο για συμφωνία του Βρετανικού Μουσείου με την ελληνική κυβέρνηση που αφορά δανεισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα και ανταλλαγή με αντικείμενα μεγάλων ελληνικών μουσείων.
Με φόντο την Ακρόπολη, στην ταράτσα του νεοκλασικού κτηρίου του ΣΕΑ, στην οδό Ερμού, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης διαμήνυσε σε όλους τους τόνους ότι η επανένωση των γλυπτών του Παρθενώνα είναι ζήτημα εθνικό και οικουμενικό, επισημαίνοντας ότι πρέπει «να υπάρξει άμεση αποσαφήνιση ότι κανείς δεν θα κινηθεί έξω από την πάγια θέση της χώρας».
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν έκρυψε την ανησυχία του για τα δημοσιεύματα των προηγούμενων ημερών και αναφερόμενος στον δανεισμό ή και την ανταλλαγή και τα πολύ συγκεκριμένα ανταλλάγματα στα οποία αναφέρονται, επισήμανε ότι «αυτό είναι έξω από κάθε πλαίσιο και ηθικής αλλά και συνολικής διάστασης, διότι οι θέσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι σαφώς και ρητά διατυπωμένες σε όλα τα διεθνή φόρα και κυρίως στην Ουνέσκο από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις τις τελευταίες δεκαετίες. Και η θέση αυτή» υπογράμμισε «είναι ότι δεν αναγνωρίζουμε σε κανένα κράτος και σε καμία νομική οντότητα, όπως το Βρετανικό Μουσείο, κανένα δικαίωμα ιδιοκτησίας, στα παρανόμως αποσπασθέντα, στα κλεμμένα Γλυπτά του Παρθενώνα. Αυτή τη θέση δεν μπορεί κανείς να την παραβλέψει. Δεν μπορείς να δανείσεις ή να ανταλλάξεις κάτι που δεν σου ανήκει». Για τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. η επανένωση των Γλυπτών είναι ένα ζήτημα που «μας ενώνει όχι που μας χωρίζει» και «αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι όχι να ξεκινήσουμε μια άγονη αντιπαράθεση». Ωστόσο διατύπωσε ρητά το αίτημα «να υπάρξει επίσημη ενημέρωση και στις πολιτικές δυνάμεις αλλά και στα θεσμικά όργανα της κοινότητας των αρχαιολόγων που για χρόνια δίνουν αυτόν τον αγώνα και βεβαίως να υπάρξει άμεση αποσαφήνιση ότι κανείς δεν μπορεί να κινηθεί έξω από το πλαίσιο που υπάρχει τουλάχιστον τα τελευταία σαράντα χρόνια από την αείμνηστη Μέλινα Μερκούρη και ακολουθούν όλες οι Ελληνικές κυβερνήσεις».
Η πρόεδρος των Ελλήνων Αρχαιολόγων επισήμανε από την πλευρά της ότι η διεκδίκηση της επανένωσης των Γλυπτών «δεν πρέπει να εμπλέκεται σε καμία προεκλογική επιδίωξη και σε κανέναν προεκλογικό χρόνο γιατί αυτό πάντα μας πηγαίνει πίσω». Υπενθύμισε ότι ο αγώνας της επιστροφής των γλυπτών ξεκίνησε από το 1830 με τη σύσταση του Ελληνικού κράτους, «ώστε να αποκατασταθεί μια ιστορική αδικία». Όπως τόνισε «η Μελίνα Μερκούρη στις αρχές του ’80 κατάφερε να διεθνοποιήσει το θέμα και από τότε ξεκίνησε μια συγκροτημένη πολιτική του Ελληνικού κράτους και του υπουργείου Πολιτισμού». Άσκησε μάλιστα έντονη κριτική στην κυβέρνηση υπογραμμίζοντας ότι «ο κ. Μητσοτάκης έκανε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου. Από τη μία πιέζουμε την Ουνέσκο να πει ότι είναι διακυβερνητικό θέμα και από την άλλη ο Πρωθυπουργός υπονομεύει αυτή την προσπάθεια συνομιλώντας με το Βρετανικό Μουσείο». Η Δέσποινα Κουτσούμπα επισήμανε την ανάγκη για «μόνιμη διαρκή διακομματική επιτροπή της Βουλής» ώστε όλα τα κόμματα να μετέχουν σε αυτόν τον αγώνα και να γνωρίζουν τι γίνεται.
Συνοδευόμενος από την τομεάρχη Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Σία Αναγνωστοπούλου, τον πρώην υφυπουργό Πολιτισμού Κώστα Στρατή και τον σύμβουλό του από το think tank, αναστηλωτή των Προπυλαίων της Ακρόπολης, Τάσο Τανούλα, ο Α. Τσίπρας είχε την ευκαιρία να συζητήσει για περισσότερες από δύο ώρες με τους αρχαιολόγους για το μείζον αυτό ζήτημα, το οποίο εξάλλου η αξιωματική αντιπολίτευση ζητάει να ενημερωθεί άμεσα η Βουλή των Ελλήνων με σύγκληση της Επιτροπής Μορφωτικών υποθέσεων, αλλά και τη διασύνδεσή του με άλλα σημαντικά θέματα πολιτιστικής κληρονομιάς που έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης το τελευταίο διάστημα, όπως η κύρωση της σύμβασης για την περιβόητη συλλογή Στερν, η μετατροπή του διοικητικού καθεστώτος των 5 μεγάλων μουσείων της χώρας που προβλέπει διορισμό διευθυντή και ΔΣ από τον εκάστοτε υπουργό. Ήταν μια ουσιαστική συζήτηση για το κορυφαίο μνημείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς που όπως επισημάνθηκε αρκετές φορές η Ουνέσκο έχει επιλέξει για το λογότυπό της, για το μεγάλο κεφάλαιο των πολιτισμικών θησαυρών της χώρας και για την μεγάλη ανάγκη να επανενωθούν τα μέλη του μνημείου – συμβόλου της παγκόσμιας κοινότητας. «Γι’ αυτά επολεμήσαμε» έλεγε ένας από τους παριστάμενους αρχαιολόγους, θυμίζοντας τα λόγια με τα οποία ο Μακρυγιάννης εξηγούσε σε έναν σύγχρονό του Έλληνα γιατί δεν πρέπει να πουλάει τις αρχαιότητες.